ντάβανος — ο (λ. λατιν.), είδος μεγάλης μύγας που τσιμπάει τα ζώα και τα κάνει να τρέχουν σαν τρελά, αλλ. οίστρος, βοϊδόμυγα: Με το πρώτο δεμάτι φεύγει ο ντάβανος (μόλις αρχίσει ο θερισμός εξαφανίζεται και ο ντάβανος) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τάβανος — τάβανος, ο και ντάβανος, ο (λ. ιταλ.), είδος μεγάλης μύγας, αλογόμυγα: Μη μ ενοχλείς σαν ντάβανος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αιματοπότης — Επιστημονική ονομασία γένους διπτέρων εντόμων της οικογένειας των ταβανιδών, γνωστό κυρίως ως ντάβανοςαλογόμυγα (αρχ. οίστρος). Είναι καστανόφαιο έντομο, με κοκκινοπράσινα μάτια, που ζει στο βόρειο ημισφαίριο και προσβάλλει ζώα και ανθρώπους,… … Dictionary of Greek
τάβανος — Oνομασία εντόμων της οικογένειας των ταβανιδών, της τάξης των διπτέρων. Ένα από τα γνωστότερα είδη είναι ο τ. των βοδιών (tabanus bovinus), διαδεδομένος στην Ευρώπη, στη βόρεια Αφρική και σε εκτεταμένες περιοχές της Ασίας. Έχει μήκος 2 2½ εκ. και … Dictionary of Greek
οίστρος — ο 1. είδος εντόμου, βοϊδόμυγα, αλλ. ντάβανος (βλ. λ.). 2. άλλο έντομο, αλλ. αλογόμυγα. 3. μτφ., διέγερση, μανία: Οίστρος ακολασίας. 4. ενθουσιασμός, έμπνευση, κέφι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)